έννηφιν

έννηφιν
ἔννηφιν και ἔνηφιν
επικ. τ. τής δοτ. ενικ. τού θηλ. τού επιθ. ένος, -η, -ον (Α)
την τρίτη μέρα, μεθαύριο («ἔς τ' αὔριον ἔς τ' ἔνηφιν» — και για αύριο και για μεθαύριο, Ησίοδ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ένος — (I) ἔνος, ο (Α) το έτος. [ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ένος είναι μτγν. και προήλθε πιθ. κατ απόσπαση από τα σύνθετα δίενος, τρίενος, τετράενος κ.ά. (Για την ετυμολ. τού ενος βλ. λ. ενιαυτός)]. (II) ἔνος, η, ον (Α) (μόνο σε πλάγ. πτώσεις τού θηλ.) μεθαύριο («ἐς… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”